- έκκλητος
- -η, -ο (AM ἔκκλητος, -ον)ο άξιος χλευασμού ή διασυρμούμσν.- νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητοςη έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητοντο δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έφεσηαρχ.1. αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως διαιτητής ένα ζήτημα2. αυτός που επιδέχεται έφεση3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔκκλητοιστη Σπάρτη και αλλού επιτροπεία αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα.
Dictionary of Greek. 2013.